- ὁμόδοξον
- ὁμόδοξοςof the same opinionmasc/fem acc sgὁμόδοξοςof the same opinionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ψαλίδας, Αθανάσιος — (Ιωάννινα 1767 – Λευκάδα 1829). Δάσκαλος του Γένους. Από παλαιά και εύπορη ηπειρωτική οικογένεια, ο Ψ. έμαθε τα πρώτα και τα εγκύκλια γράμματα στα Ιωάννινα και αργότερα (μετά το 1785) στη Νίζνα και στην Πολτάβα της Ρωσίας, όπου ήταν εγκατεστημένα … Dictionary of Greek
ДИОНИСИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Διονύσιος ὁ Μέγας] (кон. II в. 264/5), свт.,исп. (пам. 5 окт., пам. греч. 3 окт.), еп. Александрийский, богослов, церковно общественный деятель. Жизнь Основным источником жизнеописания Д. В. являются сочинения Евсевия Кесарийского… … Православная энциклопедия